Συνέντευξη παραχώρησε ο Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος της Ορθολογισμός ΑΕ στον Παναγιώτη Καγιά για το τεύχος Νοεμβρίου του περιοδικού “Θεσσαλονίκης Δρώμενα”, όπου και αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην ανάγκη να ανατρέψουμε τη αποδαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας και στο πως μπορούμε να μετατρέψουμε τη “μόρφωση” των νέων σε “εξαγώγιμο προϊόν”.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Σε μια χώρα που κατακλύζεται από φόρους, ποια η συμβολή ενός φοροτεχνικού στον πολίτη; Πώς μπορεί να τον βοηθήσει;
– Τα επαγγέλματα αναδεικνύονται από τις κοινωνικές ανάγκες που προκύπτουν και όχι από τους νόμους. Η υιοθέτηση του Φ.Π.Α. ως βασικός έμμεσος φόρος στη χώρα το 1987 και η υπέρογκη φορολογική επιβάρυνση των τελευταίων ετών αποτέλεσαν το αίτιο της ανάδειξης του επαγγέλματος του φοροτεχνικού συμβούλου. Η ύπαρξη των κρατών είναι άρρηκτα συνδεμένη με την ύπαρξη των φόρων. Ο ρόλος του φοροτεχνικού συμβούλου είναι η παροχή υποστήριξης στους πολίτες να καταβάλλουν την εισφορά που τους αναλογεί στο κράτος, απαλλαγμένη από πρόσθετες επιβαρύνσεις κάθε μορφής, ερμηνεύοντας ορθά τη βούληση του νομοθέτη για την οικονομική συνεισφορά των πολιτών στο κράτος. Να διευκρινίσουμε ότι θεωρητικά το επάγγελμα του λογιστή συνδέεται με την οικονομική διαχείριση μιας οντότητας χωρίς να είναι υποχρεωτική η άμεση σύνδεσή του με τις φορολογικές επιβαρύνσεις αυτής. Στη χώρα μας το επάγγελμα του φοροτεχνικού συμβούλου το ασκούν Οικονομολόγοι – Λογιστές χωρίς να ισχύει το ίδιο σε όλες τις χώρες του κόσμου. Σήμερα λοιπόν, που υπάρχει οικονομική στενότητα στους πολίτες και στις επιχειρήσεις, είναι σημαντικός ο συμβουλευτικός ρόλος ενός αξιόπιστου φοροτεχνικού συμβούλου για την αποφυγή επιπλέον άδικων επιβαρύνσεων.
2. Μπορούν να συνυπάρξουν η υψηλή φορολογία με την ανάπτυξη;
– Στη σύγχρονη πραγματικότητα θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι αυτά τα δύο είναι αντιστρόφως ανάλογα. Στην πραγματικότητα η υψηλή φορολογία αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη μιας οικονομίας χωρίς όμως να είναι το αποκλειστικό κριτήριο. Η ανάπτυξη μιας οικονομίας επηρεάζει θετικά την ευημερία των πολιτών και για αυτό αποτελεί στόχο όλων των πολιτικών ηγεσιών. Στην ανάπτυξη μιας οικονομίας κύριος παράγοντας είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις. Σήμερα στην παγκόσμια οικονομία δεν υπάρχουν σύνορα στη διακίνηση των επενδυτικών κεφαλαίων. Κατά τη λήψη μιας επενδυτικής απόφασης, ο επενδυτής μετά τη γεωγραφική επιλογή, εξετάζει το οικονομικό πλαίσιο των υποψήφιων χωρών και επειδή οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις επηρεάζουν το τελικό οικονομικό αποτέλεσμα, είναι λογικό να αποτελούν κριτήριο απόφασης.
3. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν αποδεκατιστεί, ενώ «κόκκινα» δάνεια και υψηλές ασφαλιστικές-φορολογικές εισφορές πνίγουν όσες παραμένουν σε λειτουργία. Ποιο το μέλλον της ελληνικής επιχειρηματικότητας;
– Το ελληνικό επιχειρηματικό πνεύμα είναι διαχρονικό. Στην ελληνική ιστορία υπάρχουν πολλοί «Ευεργέτες» · ο Ζάππας (Ζάππειο Μέγαρο), ο Σινάς (Ακαδημία Σινά), ο Αβέρωφ (Αναστύλωση Καλλιμάρμαρου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896), ο Νίαρχος (Ίδρυμα Νιάρχου) κ.λπ. Οι παραπάνω ήταν όλοι πετυχημένοι επιχειρηματίες που προσέφεραν στο κράτος. Αυτοί κατάφεραν και προσαρμόστηκαν στα εκάστοτε οικονομικά δεδομένα και πέτυχαν οικονομικά θαύματα.
Το κοινωνικό – οικονομικό μοντέλο που βοήθησε την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είχε ως θεμέλιο λίθο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την αυτοαπασχόληση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυτοαπασχολούμενοι στη χώρα ξεπερνούσαν το 44% με μέσο όρο στη κεντρική Ευρώπη το 26%. Η οικονομία όμως εξελίσσεται και δέχεται καθημερινά επιδράσεις και το κοινωνικοοικονομικό μοντέλο που υπήρχε στη χώρα δεν προσαρμόστηκε στα χρόνια της «οικονομικής κρίσης».
Το πρώτο που πρέπει να εξετάσουμε λοιπόν, είναι η αναπροσαρμογή αυτού του μοντέλου έτσι ώστε οι ελληνικές επιχειρήσεις να ανταπεξέλθουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και ταυτόχρονα, η δομή λειτουργίας τους να είναι συμβατή με τις κοινωνικές μας θεωρίες.
Όσο υπάρχουν «άνθρωποι» θα υπάρχει επιχειρηματικότητα. Το κρίσιμο στοιχείο στην Ελλάδα είναι αν το κράτος και η κοινωνία θα την επιτρέψουν να αναπτυχθεί και πως η ίδια θα τους το ανταποδώσει.
4. Υπάρχει και το δυσάρεστο φαινόμενο της «φυγής» επιχειρήσεων στις γειτονικές βαλκανικές χώρες, όπου η φορολογία είναι σε λογικά πλαίσια. Είναι εφικτός ο επαναπατρισμός τους;
– Είναι αλήθεια ότι για τη μετακίνηση των ελληνικών επιχειρήσεων στις γείτονες χώρες ευθύνεται η χαμηλή φορολογική επιβάρυνση σε αυτές. Όμως εκτός της φορολογίας είναι και το γενικό επιχειρηματικό περιβάλλον που τις ωθεί στην απόσυρση από τη χώρα μας. Δεν έχουμε συμβιβαστεί με το αυτονόητο: ότι η ύπαρξη επιχειρήσεων προϋποθέτει τη φιλική αντιμετώπισή τους. Πριν ασχοληθούμε με την υψηλή φορολογία πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη γραφειοκρατία. Κυρίαρχα πρέπει να ανατρέψουμε την αντίληψη της δαιμονοποίησης της επιχειρηματικότητας. Παραβλέπουμε ότι στο σύγχρονο κόσμο οι επιχειρήσεις είναι αυτόνομες οντότητες με τους δικούς τους κοινωνικούς κανόνες που αναζητούν το δικό τους περιβάλλον. Ή τους το προσφέρεις και συγκεκριμενοποιείς τους κανόνες με τους οποίους τις διαχειρίζεσαι ή αυτές «απομακρύνονται από εσένα».
Ο επαναπατρισμός προϋποθέτει αλλαγή – μιας βαθειάς ριζωμένης αντίληψης – για τον ρόλο των επιχειρήσεων στην πραγματική οικονομία. Αν δεν συμβιβαστούν όλοι και αν δεν αποδεχτούν ότι είναι προτιμότερο «να έχουμε μια κακή επιχείρηση αλλά εννέα καλές» έναντι της θεωρίας ότι «καλύτερα καμιά επιχείρηση αντί καμιάς κακής», δεν πιστεύω ότι μπορούμε να αντιστρέψουμε το κλίμα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πιστεύω στην ανάγκη μείωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων.
5. Επτά χρόνια μνημονίων και ακόμη η χώρα δεν έχει ορθοποδήσει. Θεωρείτε σωστή τη «συνταγή» που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από τους πιστωτές; Αν όχι, ποια θεωρείτε ότι θα ήταν η ιδανική;
– Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει ιδανική αντιμετώπιση μιας οικονομικής κρίσης. Η οικονομική κρίση είναι σαν τη μετατροπή ενός ήρεμου ρέματος σε ένα ανεξέλεγκτο ποτάμι με τεράστιες ποσότητες νερού και δυνατή ροή. Με ένα τεράστιο φράγμα δύσκολα το σταματάς γιατί με τη δύναμη που έχει μπορεί να υπερπηδήσει το φράγμα. Πρέπει να ξεκινήσεις να κατασκευάζεις μικρά – μικρά αναχώματα και σταδιακά να ελέγξεις τη δύναμη της ροής. Αν είχαμε συμβιβαστεί ότι η κρίση δεν θα ξεπεραστεί «με μια» αλλά απαιτεί χρόνο και διαρκή προσπάθεια, τότε μάλλον θα ήμασταν σήμερα – ως χώρα – σε καλύτερη οικονομική κατάσταση.
Πρέπει αρχικά να βρούμε τα αδύνατα σημεία που είχαμε κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2008, όταν ξεκίνησε και η παγκόσμια οικονομική κρίση. Αν αυτά ήταν η μη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, το υψηλό δημόσιο χρέος και το μεγάλο κράτος, τότε αυτά πρέπει να αντιμετωπίσουμε για να οδηγηθούμε στη λύση του προβλήματός.
Στα επτά χρόνια που πέρασαν αποφύγαμε τις μεταρρυθμίσεις. Προσπαθήσαμε να μειώνουμε το χρέος με αύξηση της φορολόγησης αντί της μείωσης των κρατικών δαπανών και δεν απελευθερώνουμε τις δυνάμεις της Ιδιωτικής Οικονομίας με περιορισμό του κράτους για να έχουμε ανταγωνιστική οικονομία.
Το βασικό λάθος μας είναι ότι παραβλέπουμε ότι η οικονομική επιστήμη είναι κοινωνική επιστήμη και όχι θετική. Οι δανειστές μας, όπως όλοι όσοι δανείζουν χρήματα ζητούν εξασφαλίσεις για την επιστροφή αυτών, και εμείς αντί να ξεκινήσουμε μόνοι μας να «αλλάξουμε» όσα πρέπει για να έχουμε τα αριθμητικά – οικονομικά – αποτελέσματα που χρειάζεται αναμένουμε από τους «τρίτους» να μας υποδείξουν εκτός του τελικού στόχου και των μεθόδων επίτευξής τους. Επειδή αυτοί έχουν άλλα κοινωνικά πρότυπα, υποδεικνύουν λύσεις που συχνά αποτυγχάνουν διότι δεν συμβαδίζουν με τα κοινωνικά δεδομένα μας, π.χ. στην αρχή της κρίσης αυξήσαμε τον Φ.Π.Α. για να αυξήσουμε τα έσοδα του κράτους. Μας διέφυγε όμως ότι είμαστε η χώρα με τους περισσότερους αυτοαπασχολούμενους – σε αντίθεση με την κεντρική Ευρώπη – που είναι επιρρεπείς στο «μπέρδεμα» της προσωπικής τους τσέπης και της επιχείρησης και πρακτικά, τους διαφεύγει ότι οι εισπράξεις του Φ.Π.Α. δεν είναι δικά τους έσοδα. Αν λοιπόν, είχε γίνει σωστή ανάλυση κοινωνικοοικονομικών δεδομένων, πρώτα θα αλλάζαμε τον τρόπο απόδοσης του Φ.Π.Α.
Η απάντηση μου λοιπόν, είναι ότι «μόνο με δουλειά μπορούμε να εξοφλήσουμε τα χρέη μας». Εμείς συζητούμε συνεχώς τι θα κάνουν οι άλλοι για μας χωρίς να προτάσσουμε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς. Χρειάζεται λοιπόν, ένα εθνικό σχέδιο που θα λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές υποχρεώσεις της χώρας, τα πραγματικά παγκόσμια οικονομικά δεδομένα και θα προσαρμοστεί στα κοινωνικά μας δεδομένα.
6. «Κάντο όπως η… Κύπρος», μας λένε οι πιστωτές. Τελικά, τι έκανε η Κύπρος που εμείς επτά χρόνια δεν μπορούμε να κάνουμε;
– Συνέταξε δικό της σχέδιο ξεπεράσματος της κρίσης με το οποίο κράτησε τα βασικά πλεονεκτήματα της οικονομίας της, όπως οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές και διόρθωσε τα λάθη της, όπως η μείωση των κρατικών δαπανών της.
Η οικονομική κρίση της Κύπρου και της Ελλάδος βέβαια δεν είχαν την ίδια αφετηρία. Εμείς δεν είχαμε πρόβλημα στις τράπεζες και η Κύπρος δεν είχε τεράστιο δημόσιο χρέος όπως εμείς. Επίσης, δεν έχουμε τα ίδια κοινωνικά χαρακτηριστικά και η αντιγραφή «οικονομικών μοντέλων» δεν είναι η σωστή μέθοδος επίλυσης των δημοσίων οικονομικών. Μπορούν παραδείγματα άλλων χωρών να αποτελέσουν αντικείμενα εξέτασης και πιθανόν υιοθέτησης επιμέρους τεχνικών αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποδώσει η πλήρης εφαρμογή τους. Μπορούμε όμως να μάθουμε από την Κύπρο τι σημαίνει να σχεδιάζεις μόνος για να πετύχεις στόχους που θέτουν οι τρίτοι – οι δανειστές σου.
7. Τι είδους ανάπτυξη θέλει η χώρα; Ποιοι οι πυλώνες στους οποίους πρέπει να στηριχθεί;
– Συνηθίζουμε να απαντάμε στην ερώτηση αυτή με αναφορά στους τομέις της οικονομίας. Εγώ θέλω να ξεκινήσω με μια πραγματικότητα που συχνά παραβλέπουμε. Για να υπάρξει ανάπτυξη πρέπει να υπάρχουν κερδοφόρες οικονομικές οντότητες και αυτές να επιτυγχάνουν το κέρδος με την πραγματοποίηση πωλήσεων. Σήμερα κριτήριο δεν είναι τι παράγεις αλλά ποιος μπορεί να πωλήσει. Στη «Γή χωρίς οικονομικά σύνορα» όλοι μπορούν να παράγουν αλλά επιβιώνουν μόνο όσοι παράγουν σε ανταγωνιστικές τιμές και πωλούν όσα παράγουν. Η ανάπτυξη λοιπόν, πρέπει να στηριχθεί σε τομείς των οποίων τα προϊόντα μας μπορούν να πωληθούν στο ανταγωνιστικό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον που ζούμε .
Οι τομείς που μπορούμε να παράγουμε ανταγωνιστικά προϊόντα είναι συνδεμένοι με τον φυσικό πλούτο της χώρα και τη γεωγραφική της θέση, όπως ο πρωτογενής τομέας και τα παράγωγα αυτού (τρόφιμα), ο τουρισμός, η ανάπτυξη δικτύων μεταφορών ενέργειας και οι μεταφορές εμπορευμάτων.
Είναι η ώρα να επανεξετάσουμε τον ρόλο της χώρας «στο δρόμο του μεταξιού». Αν ο ΟΛΠ αποτέλεσε την έναρξη προσέλκυσης Κινέζικων επενδύσεων, ο συνδυασμός της χρήσης της ακτοπλοϊκής σύνδεσης Ηγουμενίτσας – Ιταλίας, της Εγνατίας Οδού από τη Θεσσαλονίκη στην Ηγουμενίτσα και η ακτοπλοϊκή σύνδεση της Θεσσαλονίκης με τα λιμάνια της Συρίας και του Ισραήλ μπορούν να δημιουργήσουν ένα νέο μεταφορικό άξονα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, παρακάμπτοντας την Τουρκία και μειώνοντας το οδικό σκέλος αυτών των μεταφορών που είναι και το ακριβότερο, με το ακτοπλοϊκό που είναι φθηνότερο.
8. Η νεανική επιχειρηματικότητα καταγράφει σημαντικές επιτυχίες. Πώς μπορεί να ενισχυθεί περισσότερο;
– Η νεανική επιχειρηματικότητα στηρίζεται κυρίως στις νέες τεχνολογίες οι οποίες απαιτούν «γνώσεις». Τις δεκαετίες που πέρασαν, η ελληνική κοινωνία επένδυσε τα περισσότερα οικονομικά της αποθέματα στη μόρφωση των νέων γενεών. Το όνειρο κάθε ελληνικής οικογένειας ήταν η «μόρφωση του παιδιού». Η ενίσχυση της νεανικής επιχειρηματικότητας πρέπει να ξεκινήσει με την αναγνώρισή της ως ιδιαίτερο τομέα της οικονομίας. Πρακτικά, επιβάλλεται να υπάρξουν: α) ειδικές φορολογικές και ασφαλιστικές διατάξεις, β) αναγνώριση των ειδικών εμπορικών μοντέλων συνεργασίας αυτών των επιχειρήσεων (Συνέργειες με ανταλλαγή «πληροφορικών επιτευγμάτων», cluster κ.λπ.). Μόνο έτσι θα της δώσουμε κίνητρο παραμονής της στη χώρα.
Επιπλέον, πρέπει να δοθεί λύση στο πρόβλημα της χρηματοδότησής τους. Σήμερα στη χώρα μας το τραπεζικό σύστημα δυσλειτουργεί. Είναι επιτακτική ανάγκη να διευκολυνθούν οι ιδιωτικές συμμετοχές σε επιχειρηματικά σχήματα νεανικής επιχειρηματικότητας από την αστειότητα ότι έχουμε καταργήσει τον Φόρο Συγκέντρωσης Κεφαλαίου κατά τη σύσταση των εταιρειών αλλά συνεχίζει να υπάρχει στις μετέπειτα αυξήσεις των μετοχικών / εταιρικών κεφαλαίων μέχρι την εμμονή του νομοθέτη να δίνει κίνητρα στις βιοτεχνικές οικονομικές οντότητες αλλά να παραβλέπει τις εταιρείες παραγωγής software κ.λπ.
9. Πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για το brain drain, δηλαδή την «αιμορραγία» ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό. Κάτω από ποιες συνθήκες μπορούν να επιστρέψουν;
– Όπως σας απάντησα προηγουμένως, η αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας για το ιδιαίτερο στοιχείο της νέας γενιάς που είναι η μόρφωσή της αποτελεί πράξη απαξίωσης της «ίδιας» της επένδυσής μας.
Κάθε νέο άτομο που αποχωρεί από την ελληνική οικονομία για να ενσωματωθεί σε μια άλλη οικονομία αυξάνει το κενό στο κρατικό ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας και ταυτόχρονα, μεταφέρει ένα επενδυμένο κεφάλαιο σε άλλη οικονομία.
Στη χώρα πρέπει άμεσα να εξετασθεί η δυνατότητα δημιουργίας εταιρειών παροχής υπηρεσιών που θα στοχεύουν σε «εξαγωγή» των υπηρεσιών, όπως εταιρείες μελετών μηχανικών, νομικών συμβούλων, φοροτεχνικών – λογιστικών υπηρεσιών κ.λπ. Η χώρα μπορεί να λειτουργεί ως «ενδιάμεσο σκαλί μεταπήδησης» κεφαλαίων από ανατολικά προς δυτικά και ανάποδα. Μπορούμε να στοχεύσουμε στη δημιουργία κέντρων παροχής υπηρεσιών υποστήριξης μετακινούμενων επενδυτικών κεφαλαίων. Γιατί να απευθύνεται ένα επενδυτής σε Βρετανικές κ.λ.π. εταιρείες όταν μπορεί να έχει τις ίδιες παρεχόμενες υπηρεσίες από Ελληνικές; Γιατί να μην γίνουμε το μεγαλύτερο κέντρο παροχής ανάλογων υπηρεσιών στα Βαλκάνια;
Έχω αναφερθεί παλαιότερα σε δημιουργία Smart Business Center στη χώρα. Τις χαρακτήρισα ως μετεξέλιξη των Θερμοκοιτίδων. Έτσι, ονόμασα χρηματοδοτούμενους χώρους στέγασης τέτοιων εταιρειών. Είναι επιτακτική ανάγκη η μελέτη δημιουργίας θετικού νομικού – φορολογικού – εμπορικού δικαίου περιβάλλοντος δημιουργίας και λειτουργίας τέτοιων οικονομικών οντοτήτων.
Χωρίς ουσιαστικές ενέργειες πάντως, αναστροφή του brain drain δεν θα έχουμε.